Εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου
Με τον όρο πνευμονιοκοκκική νόσος περιγράφουμε τη λοίμωξη που προκαλείται από τον στρεπτόκοκκο της πνευμονίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αποτελεί παγκόσμια απειλή για τη δημόσια υγεία, καθώς προκαλεί σοβαρές ασθένειες, όπως πνευμονία, μηνιγγίτιδα, βακτηριαιμία, ωτίτιδα και βρογχίτιδα.
Ο πνευμονιόκοκκος αποικίζει το ρινοφάρυγγα και μεταδίδεται με άμεση επαφή των αναπνευστικών εκροών από ασθενείς και φορείς.Στην χώρα μας, το 40-60% των παιδιών που πηγαίνουν σε παιδικό σταθμό είναι φορείς του πμευμονιόκοκκου και είναι ο βασικός πληθυσμός που τον μεταδίδει στην κοινότητα.
Αν ο πνευμονιόκοκκος εξαπλωθεί στις μήνιγγες, στο μέσο ους (αυτί) ή στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα εκδηλώνεται η νόσος ( μηνιγγίτιδα, ωτίτιδα, πνευμονία, εμπύημα ) . Η είσοδος του μικροβίου στο αίμα (διεισδυτική πνευμονιοκοκκική νόσος) εκδηλώνεται με σοβαρά συμπτώματα που σχετίζονται με τη βακτηριαιμία και πιθανώς με σήψη ( ιδιαίτερα σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή).
Η θνητότητα από πνευμονιοκοκκική λοίμωξη είναι μεγαλύτερη σε όσους είναι άνω των 65 ετών, σε όσους πάσχουν από ορισμένες παθήσεις και στους καπνιστές.
Ένα επιπλέον στοιχείο που επιβαρύνει τα περιστατικά που προσβάλλονται από πνευμονιόκοκκο είναι πως παγκοσμίως παρουσιάζει σημαντική αντοχή στα ευρέως χρησιμοποιούμενα αντιβιοτικά, δηλαδή δεν υποχωρεί σε όλες τις περιπτώσεις μετά τη χορήγηση αντιβιοτικών, γεγονός που σχετίζεται με την κατάχρηση αντιβιοτικών τα προηγούμενα χρόνια.
Επομένως όλοι οι παραπάνω λόγοι οδήγησαν την ιατρική κοινότητα σε κατευθυντήριες οδηγίες για εμβολιασμό του πληθυσμού κατά του πνευμονιόκοκκου και μέσω αυτού την πρόληψη της σοβαρής πνευμονιοκοκκικής νόσου.
Τύποι εμβολίων:
Υπάρχουν 2 τύποι εμβολίων κατά του πνευμονιόκοκκου. Αυτά περιέχουν αντιγόνα που δημιουργούν αντισώματα που θα σκοτώσουν τα μικρόβια του πνευμονιόκοκκου. Το ένα δημιουργεί αντισώματα έναντι 13 ( PCV13) και το άλλο έναντι 23 στελεχών του πνευμονιόκοκκου (PPSV23).
Ποιοί πρέπει να εμβολιασθούν;
Στους υγιείς > 65 ετών:
α) Εάν δεν έχει προηγηθεί εμβολιασμό στο παρελθόν συστήνεται μια μόνο δόση του PCV13, ακολουθούμενη τουλάχιστον ένα χρόνο μετά από μια μόνο δόση του PPSV23
β) Αν έχουν ήδη εμβολιασθεί με το PPSV23 σε ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών συστήνεται μετά από τουλάχιστον 1 χρόνο μια δόση του PCV13.
γ) Αν είχαν εμβολιασθεί πριν τα 65 με μία ή περισσότερες δόσεις PPSV23 συστήνεται μια δόση PCV13 στα 65 (οπωσδήποτε όμως πρέπει να έχει περάσει ένας χρόνος μετά την τελευταία δόση PPSV23 και ακολούθως, 6-12 μήνες μετά, ξαναγίνεται μία δόση PPSV23 και εφ’ όσον πέρασε 5ετία από το τελευταίο PPSV23.
δ) Αν έχουν λάβει PCV13 αλλά όχι PPSV23 πριν την ηλικία των 65 χρόνων χορηγείται PPSV23 6 έως 12 μήνες μετά PCV13.
Στα άτομα ≥19 ετών ο εμβολιασμός κατά του πνευμονιόκοκκου έχει ένδειξη μόνο όταν συνυπάρχει ένα από τα παρακάτω νοσήματα :
• χρόνια καρδιοπάθεια,
• χρόνια πνευμονοπάθεια (εμφύσημα ή χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ή βρογχικό άσθμα),
• σακχαρώδη Διαβήτη
• χρόνια ηπατοπάθεια ή κίρρωση, ή αλκοολισμό
• καπνιστές
Συστήνεται μόνο μία δόση PPSV23, χωρίς επανάληψη του στην 5ετία.
• Σε άτομα με διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού ή εμφύτευμα κοχλία, δρεπανοκυτταρική αναιμία, ή άλλη αιμοσφαιρινοπάθεια ή ασπληνία, ή καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος (AIDS, χρονία νεφρική ανεπάρκεια, νεφρωσικό σύνδρομο, λευχαιμία, λέμφωμα, γενικευμένο καρκίνο, χρόνια χορήγηση κορτιζόνης ή ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, μετά από ακτινοθεραπεία, μετά μεταμόσχευση, σε πολλαπλούν μυέλωμα κ.λ.π.) συστήνεται συνδυασμός των δύο εμβολίων με αλλοτε άλλη χρονική απόσταση μεταξύ τους , σύμφωνα με τις οδηγίες του θεράποντα ιατρού.
Σε ενήλικες καπνιστές κάτω των 65 ετών που διαμένουν σε μονάδες μακροχρόνιας φροντίδας χορηγείται PPSV23.
Σε όλες τις περιπτώσεις ≥19 ετών που αναφέρονται πιο πάνω, θα ξαναγίνει μια δόση του PPSV23 στην ηλικία ≥ 65 (οπωσδήποτε αφού περάσουν 5 χρόνια μετά την τελευταία χορήγησή του).
Οι δόσεις του PPSV23, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ξεπεράσουν τις 3 σε όλη την διάρκεια της ζωής, ενώ το PCV13 δεν επιτρέπεται να γίνει 2η φορά.
Στα παιδιά :
Το 13δύναμο συζευγμένο πνευμονιοκοκκικό εμβόλιο ενδείκνυται για την προστασία βρεφών και νηπίων, ηλικίας από 6 εβδομάδων έως 5 ετών, από τη διεισδυτική πνευμονιοκοκκική νόσο, την πνευμονία και την οξεία μέση ωτίτιδα που προκαλούνται από τους 13 ορότυπους που περιλαμβάνονται στο εμβόλιο.
Παιδιά μικρότερα των 2 ετών:
Το CDC (Center for Disease Control and Prevention) συνιστά 4 δόσεις PCV13 στον 2ο, 4ο, 6ο και τον 12ο έως 15ο μήνα
Παιδιά 2-5 ετών:
Υγιή παιδιά που δεν έχουν πριν εμβολιαστεί ή δεν έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο των 4 δόσεων PCV13 πρέπει να λάβουν μια δόση, ενώ παιδιά με διάφορες παθήσεις ( δρεπανοκυτταρική αναιμία, ασπληνία, διαφυγή εγκεφαλονωτιαίου υγρού κλπ) ή καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος (AIDS, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, νεφρωσικό σύνδρομο, λευχαιμία, λέμφωμα, γενικευμένο καρκίνο, χρόνια χορήγηση κορτιζόνης ή ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων κλπ) πρέπει να λάβουν 1 δόση PCV13 ή 2 δόσεις εάν δεν είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο των 4 δόσεων πριν τα δύο έτη.
Παιδιά 6-18 ετών:
Παιδιά με διάφορες παθήσεις ή ανοσοκαταστολή όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, που δεν έχουν προηγουμένως εμβολιαστεί με το PCV13 πρέπει να λάβουν 1 δόση, ανεξαρτήτως αν είχε προηγηθεί εμβολιασμός με άλλο αντιπνευμονοκοκκικό εμβόλιο (PCV7 ή PPSV23). Σε αυτά πρέπει να γίνεται και το πολυδύναμο πολυσακχαριδικό εμβόλιο PPSV23.
Αντιθέτως στα παιδιά κατά τα άλλα υγιή που απλώς κάνουν συχνές ωτίτιδες, ιγμορίτιδες ή άλλες λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, το PPSV23 δεν χορηγείται.
Σε ογκολογικούς ασθενείς ή ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία ανοσοκατασταλτική (χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία), για μη ογκολογικά νοσήματα (μακροχρόνια χορήγηση υψηλών δόσεων κορτικοστεροειδών , βιολογικούς παράγοντες λόγω αυτοάνοσων νοσημάτων ) συνιστάται το εμβόλιο να χορηγείται τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη θεραπείας που καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα. Επειδή το ανοσοποιητικό σύστημα καταστέλλεται από αυτές τις θεραπείες , δεν μπορεί να παραχθεί επαρκής αριθμός αντισωμάτων σαν απόκριση προς το εμβόλιο. Ο εμβολιασμός θα πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας ή χημειοθεραπείας. Η ανοσολογική απόκριση μπορεί επίσης να εξακολουθεί να είναι μειωμένη μετά το τέλος της χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας και το εμβόλιο δεν πρέπει να χορηγείται μέσα στους επόμενους τουλάχιστον τρεις μήνες από την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Παρενέργειες του εμβολίου:
• Τοπικά στο σημείο ένεσης, πόνος, ερυθρότητα, σκληρία, οίδημα (πρήξιμο).
• Σπάνια χαμηλός πυρετός που υποχωρεί σε 24 ώρες.
• Σπανιότερα εξάνθημα, κνίδωση, αλλεργία, μυαλγίες, κεφαλαλγία.
Ο εμβολιασμός αποτελεί την ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη μέθοδο πρόληψης και ελέγχου των λοιμωδών νοσημάτων του ανθρώπου. Χάρη στα συστηματικά προγράμματα εμβολιασμού , νοσήματα που πριν από δεκαετίες θέριζαν την ανθρωπότητα τώρα σχεδόν δεν τα γνωρίζουμε!